- μετεγχέω
- μετεγχέω (Α)χύνω από ένα αγγείο σε άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἐγ-χέω «χύνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετεγχέω — pour from one vessel into another pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic) μετεγχέω pour from one vessel into another pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek